πατώ κ. πατάω, ρ. [<αρχ. πατῶ], πατώ. 1. εισέρχομαι, μπαίνω σε ένα χώρο: «μόλις πάτησε στο μαγαζί, άρχισε τις παρατηρήσεις». 2. συχνάζω σε ένα χώρο: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, δεν πατάει στο μπαράκι μας». 3. πιέζω κάτι με το δάχτυλό μου: «πάτησε το κουδούνι, που βρισκόταν δίπλα απ’ την πόρτα». (Παιδικό τραγούδι: πατώ ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή και λέει στα παιδάκια νιξ φαΐ). 4. εμφανίζομαι σε ένα χώρο: «μήπως πάτησε ο τάδε από δω;». 5. ακουμπώ με τα πόδια μου τον πυθμένα, ιδίως της θάλασσας, πατώνω: «επειδή δεν ξέρει καλό μπάνιο, πηγαίνει μέχρι εκεί που πατάει». 6. εισβάλλω, λεηλατώ, ληστεύω: «πάτησαν κλέφτες το χωριό». 7. κυριεύω: «οι στρατιώτες μας πάτησαν και το τελευταίο οχυρό του εχθρού». (Δημοτικό τραγούδι: σαράντα παλικάρια από τη Λιβαδειά πάνε για να πατήσουν μωρ’ την Τριπολιτσά). 8. μπαίνω σε κάποιο έτος της ηλικίας μου: «τον άλλον μήνα πατώ τα εξήντα». (Τραγούδι: σαν πατήσεις κάποια μέρα τα σαράντα, στης ζωής το περιθώριο να μην μπεις). 9. σιδερώνω κάποιο ρούχο, ιδίως βιαστικά, πρόχειρα: «βρε γυναίκα, πάτησέ μου τάκα τάκα το παντελόνι, γιατί βιάζομαι να φύγω». 10. (για τροχοφόρα) συνθλίβω κάποιον ή κάτι περνώντας με τους τροχούς από πάνω του: «όπως περνούσε το δρόμο, γλίστρησε και τον πάτησε ένα αυτοκίνητο, που ερχόταν με ταχύτητα». 11. (για πράγματα) εφαρμόζω στο δάπεδο, στο έδαφος: «φώναξε το γκαρσόν να διορθώσει τη θέση του τραπεζιού, γιατί δεν πατούσε καλά στο τσιμέντο της αυλής». 12. στην προστακτ. πάτα, (γενικά για τροχοφόρα) προτροπή στον οδηγό για να αναπτύξει ταχύτητα: «πάτα ρε λίγο γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε». (Λαϊκό τραγούδι: πάτα το μηχανάκι για τη μονάδα σου, εγώ θα ’μαι για πάντα η φιλενάδα σου). (Ακολουθούν 141 φρ.)·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. λ. αλλού·
- βγάζω τη σκούφια μου και την πατώ, βλ. λ. σκούφια·
- βγάζω το καπέλο μου και το πατώ, βλ. λ. καπέλο·
- δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω, α. έχω χάσει τον προσανατολισμό μου: «έμεινα από βενζίνη σε μια ερημική τοποθεσία και δεν ήξερα πού πατούσα και πού πήγαινα κι αν δε μ’ έβρισκε ένας τσομπάνης, θα χανόμουν στο βουνό». β. είμαι πολύ μεθυσμένος: «όταν πιω λίγο παραπάνω, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω»·
- δεν πατάει, α. δε συχνάζει σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο: «συνήθως δεν πατάει στις χαρτοπαιχτικές λέσχες». β. δεν έρχεται, δεν πηγαίνει κάπου: «εδώ στο σπίτι του δεν πατάει, περιμένεις να ’ρθει στο δικό σου!». (Λαϊκό τραγούδι: έμαθα πως παίζεις ζάρια στις λέσχες πως γυρνάς, και στο σπίτι σου τα βράδια ποτέ σου δεν πατάς
- δεν πατάει άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν πατάει κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δεν πατάει πόδι, βλ. λ. πόδι·
- δεν πατάει στη γη, βλ. λ. γη·
- δεν πατάει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- δεν πατάς γερά, βλ. λ. γερός·
- δεν πατάς καλά, βλ. λ. καλός·
- δεν πατώ στο κατώφλι του ή δεν πατώ το κατώφλι του, βλ. λ. κατώφλι·
- (δεν) πατώ το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- έγινε χαλί να τον πατήσω, βλ. λ. χαλί·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. λ. αλλού·
- εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, βλ. λ. εδώ·
- είναι σαν να τον πάτησε ελέφαντας, βλ. λ. ελέφαντας·
- θα γίνω γη να με πατήσεις, βλ. λ. γη·
- θα γίνω χαλί να με πατήσεις, βλ. λ. χαλί·
- θα σε πατήσω (κάτω), α. θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε λιώσω: «αν ξαναπείς κακιά κουβέντα για μένα, θα σε πατήσω». β. (για παιχνίδια, ιδίως επιτραπέζια) θα σε κατανικήσω: «αν παίξουμε οι δυο μας τάβλι, θα σε πατήσω || παίξαμε χαρτιά και τον πάτησα κάτω». γ. θα σε εξαντλήσω, θα σε κατακουράσω: «αν είσαι κουρασμένος, καλύτερα μην πας να τον βοηθήσεις, γιατί έχει τόσο πολλή δουλειά, που θα σε πατήσει κάτω»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- θα σου πατήσω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. λ. τζίτζιλο·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει μαύρο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα τον κυνηγήσω μέχρι να τον κάνω να πατήσει παλιό χιόνι, βλ. λ. χιόνι·
- κάτι πατώ! ή κάτι πατάμε! βλ. λ. κάτι·
- με το που πάτησε το πόδι του, βλ. λ. πόδι·
- μη μου πατάς στον κάλο ή μη μου πατάς τον κάλο βλ. λ. κάλος·
- μην πατάς το φίδι στην ουρά, βλ. λ. φίδι·
- μου πάτησε στον κάλο ή μου πάτησε τον κάλο, βλ. λ. κάλος·
- όποιος δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, βλ. λ. λάσπη·
- όποιος τη νύχτα περπατά, κάτουρα και σκατά πατά ή όποιος τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί, βλ. λ. νύχτα·
- όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, βλ. λ. χορτάρι·
- όσο πατά η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- όσο πατάει το πόδι της μύγας, βλ. λ. πόδι·
- πάτα μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- πάτα την (ενν. τη μοτοσικλέτα), αύξησε την ταχύτητά της: «πάτα την, ρε παιδάκι μου, τώρα που δεν έχει κίνηση»·
- πάτα το (ενν. το αυτοκίνητο, το γκάζι), αύξησε την ταχύτητά του: «πάτα το, γιατί, έτσι όπως πάμε, δε θα φτάσουμε ούτε αύριο»·
- πάτα του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. λ. αλλού·
- πατάει εδώ και βρίσκεται εκεί, βλ. λ. εδώ·
- πατάει και τρέμει ο δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- πατάει σαν τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- πατάει στα νύχια, βλ. λ. νύχι·
- πατάει σταφύλια, βλ. λ. σταφύλι·
- πατείς με πατώ σε, τόσο μεγάλος συνωστισμός, που ο ένας πατάει επάνω στα πόδια του άλλου: «υπήρχε τόσος πολύς κόσμος, που ήμασταν πατείς με πατώ σε»·
- πάτησα στη γη, χέζω τη βάρκα σου, βλ. λ. βάρκα·
- πάτησε ένα τρεχιό! ή πάτησε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πάτησε μια τρεχάλα! ή πάτησε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- πάτησε στ’ αβγό κι έφτασε τον ουρανό, βλ. λ. αβγό·
- πάτησες στην πίτα! ή πάτησες την πίτα! βλ. λ. πίτα·
- πατώ αργιλέ ή πατώ τον αργιλέ, βλ. λ. αργιλές·
- πατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- πατώ γερά (πάνω) στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ με τα δυο πόδια μου στη γη, βλ. λ. γη·
- πατώ γκάζι, βλ. λ. γκάζι·
- πατώ δουλειά ή πατώ σκληρή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πατώ επί πτωμάτων, βλ. λ. πτώμα·
- πατώ καλά, βλ. λ. καλός·
- πατώ μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- πατώ μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- πατώ ντιλίτ, βλ. λ. ντιλίτ·
- πατώ πεντάλ, βλ. λ. πεντάλ·
- πατώ πόδι (ποδάρι) βλ. λ. πόδι·
- πατώ πρόγκα ή πατώ μια πρόγκα, βλ. λ. πρόγκα·
- πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα, βλ. λ. κάρβουνο·
- πατώ (σε) γερό σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- πατώ (σε) σάπιο σανίδι, βλ. λ. σανίδι·
- πατώ σε στέρεο έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- πατώ στα δάχτυλα (των ποδιών μου), βλ. λ. δάχτυλο·
- πατώ στα νύχια (των ποδιών μου), βλ. λ. νύχι·
- πατώ σταθερά στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- πατώ στην πίτα ή πατώ την πίτα, βλ. λ. πίτα·
- πατώ στις μύτες, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στις μύτες των παπουτσιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στις μύτες των ποδιών μου, βλ. λ. μύτη·
- πατώ στο σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- πατώ τα γέλια ή πατώ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- πατώ τα κλάματα ή πατώ το κλάμα, βλ. λ. κλάμα·
- πατώ τετάρτη ή πατώ την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- πατώ τη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- πατώ τη νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- πατώ τη σκαντάλη, βλ. λ. σκαντάλη·
- πατώ την αγκινάρα, βλ. λ. αγκινάρα·
- πατώ (την) κόρνα, βλ. λ. κόρνα·
- πατώ την μπανανόφλουδα, βλ. λ. μπανανόφλουδα·
- πατώ την πεπονόφλουδα, βλ. λ. πεπονόφλουδα·
- πατώ (τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- πατώ το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- πατώ το λουλά, βλ. λ. λουλάς·
- πατώ το πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- πατώ το στεφάνι μου, βλ. λ. στεφάνι·
- πατώ το φρένο, βλ. λ. φρένο·
- πατώ τον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- πατώ τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- πατώ τρίτη, βλ. λ. τρίτη·
- πατώ φρένο, βλ. λ. φρένο·
- σιγά, θα πατήσεις τη φούστα σου βλ. λ. φούστα·
- στου κλέφτη το σπίτι, κλέφτες δε πατούν, βλ. λ. κλέφτης·
- τα πατώ, έχω πολλά χρήματα, είμαι πλούσιος: «όταν τα πατάς, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Από την εικόνα του ατόμου, που πιέζει τα χαρτονομίσματα για να χωρέσουν μέσα στο συρτάρι του ταμείου του·
- τα πατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- την πάτησα για καλά ή την πάτησα για τα καλά, βλ. λ. καλός·
- την πάτησα στην έδρα μου, βλ. λ. έδρα·
- την πάτησε άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- την πάτησε σαν αγράμματος, βλ. λ. αγράμματος·
- την πατώ, α. αποτυχαίνω να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «νόμιζα πως θα τέλειωνα γρήγορα τη δουλειά, αλλά την πάτησα, γιατί είχε απρόβλεπτες δυσκολίες». Από την εικόνα του ατόμου που πατάει την αγκινάρα, την μπανανόφλουδα, την πεπονόφλουδα και πέφτει κάτω. β. (γενικά) αποτυχαίνω: «την πάτησα στις εξετάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: έναν άντρα στη ζωή μου μοναχά αγάπησα, θα τον πάρω κι ας μου λένε πως την πάτησα). γ. ξεγελιέμαι, πέφτω θύμα απάτης: «νόμιζα πως ήταν τίμιος, αλλά την πάτησα και μου ’φαγε ένα κάρο λεφτά». (Λαϊκό τραγούδι: μην κάνεις έτσι και θ’ αρρωστήσεις, γυναίκες θα ’βρεις ένα σωρό. Τι μάγκας είσαι να την πατήσεις; Κρίμας που κάνεις τον πονηρό). δ. ερωτεύομαι παράφορα: «μια φορά την πάτησε ο άνθρωπος κι επειδή του βγήκε σκάρτη η γυναίκα, το σκέφτεται πολύ να ξανακάνει δεσμό». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτη φορά μπερδεύομαι, πρώτη φορά αμάν, αμάν, πρώτη φορά που την πατώ, τα λάθη της τα συγχωρώ, πρώτη φορά που συμφωνώ και ρίχνω τον εγωισμό). ε. (για μοτοσικλέτες) αυξάνω την ταχύτητά της, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα: «όταν θέλω να τρέξω, πηγαίνω στην εθνική κι εκεί την πατώ και το ευχαριστιέμαι»·
- της πάτησα έναν κρύο (ενν. πούτσο, ψώλο), βλ. λ. κρύος·
- της πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσος·
- το πατώ (ενν. το γκάζι του αυτοκινήτου), αυξάνω την ταχύτητα του αυτοκινήτου, τρέχω με μεγάλη ταχύτητα: «δεν το πατώ, όταν βρίσκομαι μέσα στην πόλη, για να μην κάνω κανένα δυστύχημα»·
- τον πάτησα κάτω, α. τον έδειρα πολύ άγρια, τον ξυλοκόπησα: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω». Από την εικόνα του παλαιστή που πατάει με το πόδι του το στήθος του ηττημένου αντιπάλου του. β. (ιδίως για επιτραπέζια παιχνίδια) τον κατανίκησα: «παίξαμε τάβλι και τον πάτησα κάτω». γ. τον κατακούρασα, τον εξάντλησα: «πήγα να τον βοηθήσω στη μετακόμιση που έκανε κι αυτός με πάτησε κάτω».
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- τον πάτησε (κάτω) σαν σκουλήκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- του πατώ αβανιά ή του πατώ την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του πατώ ένα βρισίδι, βλ. λ. βρισίδι·
- του πατώ ένα κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- του πατώ έναν πούτσο, βλ. λ. πούτσο·
- του πατώ ένα χέρι (χεράκι) ξύλο, βλ. λ. χέρι·
- του πατώ ένα χεσίδι, βλ. λ. χεσίδι·
- του πατώ ένα χέσιμο, βλ. λ. χέσιμο·
- του πατώ μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του πατώ μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του πατώ (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του πατώ όλα τα γκάζια (ενν. του αυτοκινήτου μου), βλ. λ. γκάζι·
- του πατώ τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του πατώ τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του πατώ (το) μάτι, βλ. λ. μάτι·
- του πατώ τον κάλο, βλ. λ. κάλος·
- τους πατήσαμε (κάτω), (για αθλητικά παιχνίδια, ιδίως για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ) τους κατανικήσαμε: «μόλις άρχισαν τα παιδιά να παίζουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, τους πατήσαμε κάτω»·
-του πατώ φρένο, βλ. λ. φρένο.